- παραστήνω
- παρασταίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραστήσω, υποτακτ. αορ. τού παρίστημι (πρβλ. και παρασταίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραστήνω — βλ. παρασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασταίνω — και παριστάνω και παραστήνω παράστησα, παραστάθηκα, παραστημένος 1. παρουσιάζω με λόγια ή με κινήσεις κάτι: Μας παράστησε τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. εικονίζω, δείχνω: Είδα και μια παλιά εικόνα· παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου (Γ. Σεφέρης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)